ἐβόρα — ἐβόρᾱ , βοράω eat imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εβόρα, Σεζάρια — (Cesaria «Cize» Evora, Μίντελο 1941 –). Τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο της Αφρικής. Παρά την εντυπωσιακή φωνή της, κατόρθωσε να ηχογραφήσει τον πρώτο δίσκο της La Diva aux pieds nus μόλις το 1988 στο Παρίσι. Ο δεύτερος δίσκος της Miss… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
Σαλντάνια, Ιωάννης ντε Ολψέφα Ντάουν δουξ ντε- — (Saldania). Πορτογάλος πολιτικός (1790 1876). Διατέλεσε υπουργός των Εσωτερικών στη Βραζιλία, κυβερνήτης του Πόρτο το 1826 και υπουργός Στρατιωτικών την περίοδο 1826 27. Μετά την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος του 1828, εξορίστηκε. Όταν… … Dictionary of Greek